καρικατουρίστας

καρικατουρίστας
caricaturiste

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καρικατουρίστας — ο γελοιογράφος, σχεδιαστής γελοιογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρικατούρα + κατάλ. ίστας (πρβλ. αρτ ίστας, μακετ ίστας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”